- ἐρεβίνθειος
- ἐρεβίνθ-ειος, ον,A of the ἐρέβινθος kind, Διόνυσος ἐ., proverb of any worthless article,Zen.3.83.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ερεβίνθειος — α, ο (Α ἐρεβίνθειος, ον) [ερέβινθος] ο κατασκευασμένος από ρεβίθι αρχ. παροιμ. «ἐρεβίνθειος Διόνυσος» λέγεται γι’ αυτούς που δεν έχουν καμιά αξία … Dictionary of Greek
ἐρεβίνθεια — ἐρεβίνθειος of the neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)